Ο Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Ν.Δ 356/1974) ρυθμίζει την διαδικασία που ακολουθεί το Ελληνικό Δημόσιο προκειμένου να εισπράξει τα οφειλόμενα σε αυτό ποσά. Θεμέλιο της διοικητικής εκτέλεσης αποτελεί ο νόμιμος τίτλος που εκδίδεται από την Διοίκηση και με εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν 4174/2013), για τα οποία εφαρμόζονται αποκλειστικά οι διατάξεις του ως άνω Κώδικα, αυτός συνίσταται σε:
α) Τα έγγραφα, στα οποία οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, τον οφειλέτη, το είδος, το ποσό και την αιτία της οφειλής.
β) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύεται η οφειλή.
γ) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία πιθανολογείται η οφειλή, ως προς την ύπαρξη και το ποσό αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 347 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρο 2 , Κ.Ε.Δ.Ε).
Η βεβαίωση της οφειλής αποτελείται από δύο στάδια: α) από τον καταλογισμό της οφειλής (βεβαίωση εν ευρεία έννοια) και β ) από την ταμειακή βεβαίωση (βεβαίωση εν στενή έννοια). Κατά το πρώτο στάδιο, προσδιορίζεται και καταλογίζεται το οφειλόμενο ποσό στο διοικούμενο, ενώ κατά το δεύτερο στάδιο, ο νόμιμος τίτλος της απαίτησης καταχωρίζεται στο βιβλίο εισπρακτέων εσόδων της Διοίκησης (άρθρο 3 Κ.Ε.Δ.Ε). Τη νομότυπη ταμειακή βεβαίωση του οφειλόμενου ποσού ακολουθεί η αποστολή της ατομικής ειδοποίησης (άρθρο 4 Κ.Ε.Δ.Ε), που αποσκοπεί στη γνωστοποίηση του χρέους και στη λήψη των σχετικών μέτρων προστασίας-ρύθμισης του οφειλέτη. Σημειώνεται ότι κατά το προϊσχύσαν καθεστώς, η ατομική ειδοποίηση μπορούσε να προσβληθεί με την ανακοπή του άρθρου 73, παρ. 1 Κ.Ε.Δ.Ε, ενώ μετά τη θέση σε ισχύ του ΚΔΔ κρίθηκε ότι απαραδέκτως αυτή προσβάλλεται ως έγγραφο πληροφοριακού χαρακτήρα που στερείται εκτελεστότητας.[1] Εφόσον δεν έχει ασκηθεί προσφυγή κατά της εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης ή ανακοπή κατά της ταμειακής βεβαίωσης, η εκτέλεση προχωρά στο στάδιο της λήψης των αναγκαστικών μέτρων για την ικανοποίηση της αξίωσης του Δημοσίου. Σύμφωνα με το άρθρο 9 Κ.Ε.Δ.Ε, προβλέπεται κατάσχεση κινητών στα χέρια του οφειλέτη ή κινητών και απαιτήσεων του στα χέρια τρίτου.
Η κατάσχεση κινητών οφειλέτη του Δημοσίου που βρίσκεται στα χέρια τρίτου ρυθμίζεται από τα άρθρο 30-34 Κ.Ε.Δ.Ε. Πολύ συχνό στην πράξη είναι το φαινόμενο της κατάσχεσης χρηματικών απαιτήσεων οφειλέτη στα χέρια Τράπεζας ως τρίτης, καθώς «στην εποχή μας όπου το χρήμα πλαστικό ή ηλεκτρονικό κινείται ταχύτατα, ο προσφορότερος τρόπος ικανοποίησης του Δημοσίου είναι η κατάσχεση των απαιτήσεων των οφειλετών του σε βάρος τρίτων προσώπων, είτε ιδιωτών είτε άλλων Ν.Π.Δ.Δ.».[2] Η διαδικασία που ακολουθείται περιγράφεται συνοπτικώς ως εξής: Ο Προϊστάμενος της επισπεύδουσας αρμόδιας ΔΟΥ εκδίδει κατασχετήριο έγγραφο με ελάχιστο περιεχόμενο τα αναφερόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 30 Κ.Ε.Δ.Ε στοιχεία, το οποίο δεν κοινοποιείται στον οφειλέτη, αλλά μόνο στον τρίτο. Όρος της κατάσχεσης είναι η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του Δημοσίου και η ύπαρξη νόμιμου τίτλου. Για τη δημιουργία του νέου νόμιμου τίτλου απαιτούνται αφενός ο τίτλος είσπραξης στο όνομα του οφειλέτη, στο οποίο βασίστηκε η έκδοση του κατασχετηρίου εγγράφου «εις χείρας τρίτου», το κατασχετήριο έγγραφο καθώς και η έκθεση κοινοποίησης στον τρίτο και αφετέρου και, ανάλογα με την περίπτωση, α. βεβαίωση της υπηρεσίας για μη υποβολή από τον τρίτο της προβλεπομένης από το άρθρο 32 δήλωσης ή το αντίγραφο της εκπροθέσμου ή μη νομοτύπως υποβληθείσης δήλωσής του, β. Τελεσίδικη δικαστική απόφαση που δέχεται την ανακοπή του Δημοσίου κατά της αρνητικής δήλωσης του τρίτου και γ. Θετική δήλωση και βεβαίωση της υπηρεσίας για μη καταβολή του κατασχεθέντος ποσού.[3][4] Όσον αφορά το αντικείμενο της κατάσχεσης, αυτό συνίσταται σε χρηματική απαίτηση που μπορεί να είναι και μέλλουσα, τελούσα υπό όρο, αίρεση ή προθεσμία, εφόσον υφίσταται η έννομη σχέση από την οποία θα προκύψει, αρκεί δηλαδή να υπάρχει η γενεσιουργός της απαίτησης έννομη σχέση, κατά τον χρόνο της κατάσχεσης.[5][6] Το κατασχετήριο κοινοποιείται στον τρίτο και όταν πρόκειται για Τράπεζα η κοινοποίηση και η ακολουθούμενη διαδικασία ορίζεται στο άρθρο 30Α. Από την επόμενη της επίδοσης του κατασχετηρίου, ο τρίτος έχει στη διάθεσή του οκτώ ημέρες να προβεί στη δήλωση θετική ή αρνητική του άρθρου 32 Κ.Ε.Δ.Ε και σε περίπτωση θετικής δήλωσης να αποδώσει στο Δημόσιο τα χρήματα που θα παρέδιδε στον οφειλέτη βάσει της μεταξύ τους σχέσης, ενώ κωλύεται να αποδώσει στον καθ’ού τα κατασχεθέντα χρήματα, αφού επέρχεται αναγκαστική εκχώρησή τους υπέρ του Δημοσίου. Σε περίπτωση μη υποβολής της δήλωσης ή εκπρόθεσμης υποβολής αυτής εφαρμόζεται το άρθρο 33 Κ.Ε.Δ.Ε.[7] Εφόσον η Τράπεζα ως Τρίτη προβεί σε θετική δήλωση, ακολουθεί η διαδικασία κατάσχεσης της απαίτησης από τον τραπεζικό λογαριασμό του διοικουμένου, ο οποίος δεν ειδοποιείται για την κατάσχεση, αφού δεν προβλέπεται υποχρέωση κοινοποίησης του κατασχετηρίου σε αυτόν. Πρακτικά, ο οφειλέτης ενημερώνεται για την κατάσχεση κατά τη στιγμή που ανεπιτυχώς προσπαθεί να πραγματοποιήσει ανάληψη των χρημάτων από το λογαριασμό του και το ερώτημα που τίθεται είναι αφενός αν αυτή η πρόβλεψη είναι σύμφωνη με το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας και της προηγούμενης ακρόασης και αφετέρου αν υπάρχει αποτελεσματικός τρόπος προστασίας του σε αυτό το στάδιο της διοικητικής εκτέλεσης. Αναφορικά με το πρώτο ερώτημα, σκόπιμο είναι να παρατεθεί η σχετική νομολογία των Διοικητικών Δικαστηρίων. Ο δρόμος για την αμφισβήτηση της συνταγματικότητας της διάταξης άνοιξε σαράντα χρόνια μετά την θέσπιση του Κ.Ε.Δ.Ε από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και συγκεκριμένα με την απόφαση 1347/2011 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών[8] που έκρινε ότι «η διάταξη 30, παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε που προβλέπει τη μη κοινοποίηση του κατασχετηρίου εγγράφου στον οφειλέτη είναι ανίσχυρη ως αντικείμενη στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Και τούτο, γιατί η παράλειψη αυτή, έχει ως συνέπεια ο οφειλέτης να μη λαμβάνει ή να λαμβάνει καθυστερημένα, γνώση της εκτέλεσης που επισπεύδεται εναντίον του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αμυνθεί αποτελεσματικά πριν την ολοκλήρωση της εκτελεστικής διαδικασίας και συγκεκριμένα να λάβει τα κατάλληλα μέτρα είτε για την ακύρωση είτε για την αναστολή της σχετικής πράξης αυτής. Επομένως , η παράλειψη κοινοποίησης προς τον καθ’ού η εκτέλεση οφειλέτη από το επισπεύδον Ελληνικό Δημόσιο της προαναφερθείσας έκθεσης οδηγεί σε ακύρωση αυτής, εφόσον ο οφειλέτης επικαλεσθεί το γεγονός αυτό.» Η κριθείσα υπόθεση αφορούσε κατάσχεση ¼ της μηνιαίας σύνταξης οφειλέτη παρεχόμενη από το ΙΚΑ, στηριζόμενη σε έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Αθηνών. Ο οφειλέτης πληροφορήθηκε τυχαία για την κατάσχεση όταν μετέβη στην Τράπεζα που διατηρούσε λογαριασμό, προκειμένου να πραγματοποιήσει ανάληψη ποσού, με αποτέλεσμα να απολέσει στάδιο δικονομικής προστασίας, δηλαδή να μην μπορέσει να ασκήσει κατά αυτής, προτού λάβει χώρα η περικοπή μέρους της σύνταξής του τα ένδικα βοηθήματα της ανακοπής και αίτησης αναστολής και να προβάλει τις ενστάσεις του ή να ζητήσει την αναστολή της. Όμοια έκρινε και το πρωτόδικο δικαστήριο. Μετά από άσκηση αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου, το ΣτΕ σε πενταμελή σύνθεση στην υπ’ αρ. 366/2014 απόφασή του επιβεβαίωσε -χωρίς την ύπαρξη μειοψηφίας- την κρίση του Εφετείου, κρίνοντας ως ανίσχυρη τη σχετική διάταξη του Κ.Ε.Δ.Ε ως αντίθετη στη διάταξη του άρθρου 20, παρ. 1 του Συντάγματος, παραπέμποντας την υπόθεση λόγω της σπουδαιότητας του ζητήματος στην επταμελή σύνθεση. Η απόφαση 2080/2014 της επταμελούς σύνθεσης ανέτρεψε τη διαφαινόμενη νομολογιακή τάση κρίνοντας ότι με τις διατάξεις των άρθρων 1,2,4,7, 10, 30 του Κ.Ε.Δ.Ε και 217 ΚΔΔ οργανώνεται συνεκτικό σύστημα εισπράξεως δημοσίων εσόδων, με σκοπό το μεν να καθίσταται δυνατή και να μην ματαιώνεται η, συνταγματικώς άλλωστε επιβαλλόμενη (άρθρο 4 παρ.5 του Συντάγματος) είσπραξη χρεών προς το Δημόσιο, με παράλληλη όμως, έγκαιρη ενημέρωση του οφειλέτη του Δημοσίου, ο οποίος δύναται να ασκεί εγκαίρως τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που του παρέχει ο νόμος. Ο διοικούμενος, λοιπόν, μπορεί να αμφισβητήσει δικαστικώς είτε με τη διεξαγωγή διαγνωστικής δίκης στο στάδιο της βεβαίωσης της οφειλής εν ευρεία έννοια, είτε με τη διεξαγωγή δίκης περί την εκτέλεση στο στάδιο της εν στενή εννοία βεβαίωσης της οφειλής. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η πρόβλεψη της μη κοινοποίησης του κατασχετηρίου στον καθ’ού οφείλεται στον προφανή λόγο ότι, αν αυτός πληροφορείτο την επικείμενη λήψη του μέτρου, θα έσπευδε να εισπράξει από τον τρίτο τα οφειλόμενα σε αυτόν χρήματα ή απαιτήσεις με συνέπεια να καθίσταται αδύνατη η εξ αυτών ικανοποίηση της αξίωσης του Δημοσίου. Άλλωστε, με το άρθρο 228 ΚΔΔ οργανώνεται σύστημα αποτελεσματικής προσωρινής προστασίας, αφού παρέχεται η δυνατότητα αναστολής εκτελέσεως από το Δικαστήριο των πράξεων της εν λόγω διαδικασίας. Το όλο αυτό σύστημα, κατά την πλειοψηφία του Δικαστηρίου, διατηρεί μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στην αξίωση του Δημοσίου να μπορεί να εισπράττει τα οφειλόμενα σε αυτό ποσά με αποτελεσματικό τρόπο και στην αξίωση του οφειλέτη για παροχή έγκαιρης και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, τόσο πριν όσο και μετά την κατάσχεση των οφειλόμενων εις χείρας τρίτου. Συνεπώς, η μη πρόβλεψη στο νόμο και πρόσθετης υποχρέωσης για μία τρίτη, ενδιάμεση, κοινοποίηση προς τον οφειλέτη πριν από την ενεργοποίηση του δικαιώματος του Δημοσίου να λάβει εις βάρος του μέτρα αναγκαστικής εκτελέσεως, δεν αντίκειται στις συνταγματικές διατάξεις και στο άρθρο 20, παρ 2 του Συντάγματος, αφού καθιδρύεται, πάντως, στο νόμο πλήρες και αποτελεσματικό σύστημα έννομης προστασίας του οφειλέτη του Δημοσίου. Η μειοψηφία που εκφράστηκε από το Σύμβουλο Δ. Τομαρά, υποστήριξε ότι η επίμαχη διάταξη είναι ανίσχυρη ως αντικείμενη στο άρθρο 20, παρ. 1 του Συντάγματος, διότι η παράλειψη αυτή έχει ως συνέπεια ο οφειλέτης να μη λαμβάνει ή να λαμβάνει γνώση τυχαίως και καθυστερημένα της εις βάρος του επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτελέσεως, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να αμυνθεί αποτελεσματικά πριν την ολοκλήρωση της εκτελεστικής διαδικασίας, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέσα είτε για την ακύρωση, είτε για την αναστολή της πράξης εκτέλεσης. Η κοινοποίηση του κατασχετηρίου στον οφειλέτη δεν βλάπτει τα συμφέροντα του Δημοσίου, αφού κατά το άρθρο 30, παρ. 3 του Κ.Ε.Δ.Ε, από την κοινοποίηση του κατασχετηρίου στον τρίτο, ο τελευταίος δεν δύναται να αποδώσει στον οφειλέτη του Δημοσίου τα κατασχεθέντα. Μετά την έκδοση της απόφασης διαπιστώθηκαν αναλήψεις τεράστιων ποσών από τα τραπεζικά ιδρύματα, καθόσον οι οφειλέτες συχνά δεν γνωρίζουν αν οφείλουν και πόσα στο Δημόσιο και προκειμένου να αποφύγουν δυσάρεστες εκπλήξεις έσπευσαν να προστατεύσουν τις οικονομίες τους, περιορίζοντας σημαντικά τις επενδυτικές δραστηριότητες των πολιτών λόγω έλλειψης διαθέσιμων πόρων.[9] Η απόφαση σχολιάστηκε από τη θεωρία ως εσφαλμένη με τα ακόλουθα επιχειρήματα: 1) Η παράλειψη κοινοποίησης του κατασχετηρίου στον καθ’ού βρίσκεται σε αντίθεση με τον κανόνα ότι κάθε δυσμενής εκτελεστική πράξη προκειμένου να αντιταχθεί στο διοικούμενο πρέπει πρώτα να του έχει κοινοποιηθεί βάσει των άρθρων 6 ΚΔΔ και 20, παρ.2 του Συντάγματος.[10] Αρχικά, στο άρθρο 19 του ΚΔΔιαδικασίας προβλέπεται η κοινοποίηση διοικητικών πράξεων χωρίς διάκριση μεταξύ επωφελών και δυσμενών. Η νομολογία [11] διαμόρφωσε τον κανόνα κατά τον οποίο η κοινοποίηση είναι αναγκαία είτε όταν προβλέπεται ρητά από σχετικές διατάξεις και σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, είτε όταν με την πράξη επιβάλλεται ένα δυσμενές μέτρο στο διοικούμενο, χωρίς αυτός να το γνωρίζει. Στην περίπτωση αυτή, η πράξη δεν μπορεί να αντιταχθεί στο διοικούμενο πριν από την κοινοποίησή της σε εύλογο διάστημα. Αναφορικά, ωστόσο, με την ενδεχόμενη αντίθεση στο άρθρο 20, παρ. 2 του Συντάγματος εκφράστηκε και η πολύ ενδιαφέρουσα άποψη [12] ότι η εφαρμογή του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης μπορεί να αποκλειστεί εφόσον πρόκειται για περίπτωση διασφάλισης του δημόσιου συμφέροντος και επείγουσας ανάγκης καθώς και διοικητικής εκτέλεσης. Εφόσον η ρύθμιση εντάσσεται στο πλαίσιο της τελευταίας , ο περιορισμός φαίνεται ότι μπορεί να γίνει ανεκτός. Άλλο επιχείρημα που εκφράστηκε, αφορούσε τη δημιουργία ενός νέου προνομίου του Δημοσίου έναντι των ιδιωτών δικονομικού περιεχομένου μέσω της παράλειψης κοινοποίησης του κατασχετηρίου.[13] Πιο συγκεκριμένα, η σχετική διάταξη του Κ.Ε.Δ.Ε είναι διαφορετική από τη σχετική ρύθμιση του άρθρου 983, παρ. 1 ΚΠολΔ που εφαρμόζεται σε σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και προβλέπει κοινοποίηση του κατασχετηρίου και στον καθ’ού. Κατά συνέπεια, ο οφειλέτης του Δημοσίου βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση από τον οφειλέτη ιδιώτη που μπορεί να αμυνθεί έγκαιρα και αποτελεσματικά έναντι στην επισπευδόμενη εκτέλεση. Έρχεται έτσι, η επίμαχη διάταξη σε αντίθεση με την αρχή της δικονομικής ισότητας, όπως αυτή συνάγεται από τα άρθρα 4 παρ. 1, 20 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Επιπλέον, θεωρήθηκε ως αβάσιμη η αιτιολογία της απόφασης ,ότι «αν ο οφειλέτης πληροφορείτο την επικείμενη λήψη του μέτρου, θα έσπευδε να εισπράξει από τον τρίτο τα οφειλόμενα σε αυτόν χρήματα ή απαιτήσεις με συνέπεια να καθίσταται αδύνατη η εξ αυτών ικανοποίηση της αξίωσης του Δημοσίου», καθώς βάσει των παρ. 2, 3 του άρθρου 30 Κ.Ε.Δ.Ε, ο τρίτος κωλύεται από την απόδοση στον οφειλέτη της απαίτησης που βρίσκεται στα χέρια του και αν προβεί σε αυτήν, τότε ευθύνεται ως οφειλέτης του Δημοσίου για αυτήν. Όπως χαρακτηριστικά σημειώθηκε «Κανένας τρίτος δεν θα τολμήσει να δώσει τα κατασχεθέντα χρήματα του πιστωτού του σε αυτόν διότι απλώς θα τα πληρώσει και στο Δημόσιο.»[14] Αναφορικά με την αιτιολογία ότι «δεν χρειάζεται τρίτη, ενδιάμεση κοινοποίηση στον οφειλέτη» πρέπει να αναφερθεί ότι δεν πρόκειται για νέα κοινοποίηση, αλλά για κοινοποίηση ήδη ενεργηθείσης κατάσχεσης ,αφού σε αντίθεση με την αντίστοιχη ρύθμιση του ιδιωτικού δικαίου (983 ΚΠολΔ), αυτή παράγει τις έννομες συνέπειες της ήδη από την κοινοποίηση στον τρίτο. Αντίλογος μπορεί να εκφραστεί και στην άποψη του Δικαστηρίου ότι ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει αναστολή της εκτέλεσης κατά άρθρο 202 του ΚΔΔ, αφού όπως αναφέρεται στον αρ. 2, στοιχείο γ’ του οικείου άρθρου, δεν μπορεί να ζητηθεί αναστολή για εκτέλεση που έχει ολοκληρωθεί. Άλλο ζήτημα που ανακύπτει είναι πότε μπορεί να ασκηθεί η ανακοπή του άρθρου 217 ΚΔΔ, αφού για την ανακοπή κατά κατασχετήριας έκθεσης εφαρμόζεται η προθεσμία της παρ. 1 , στοιχείο α’ του άρθρου 220 ΚΔΔ. Κατά συνέπεια, το ένδικο βοήθημα της ανακοπής πρέπει να ασκηθεί εντός 30 ημερών από την επίδοση του κατασχετηρίου, που τέτοια δεν υπάρχει στην περίπτωση της κατάσχεσης του 30, παρ. 1 ή της πλήρους γνώσης αυτής. Πλήρης γνώση σημαίνει συγκεκριμένη γνώση που αναφέρεται στο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης και τέτοια κατά τη γνώμη μου δεν μπορεί να θεωρηθεί η από τυχαίο περιστατικό (π.χ. προσπάθεια ανάληψης χρημάτων από ΑΤΜ) γνώση της κατάσχεσης, αφού δεν περιλαμβάνει αυτή καθεαυτή το ποσό της οφειλής και την αιτία της. Άλλωστε, στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας που διέπει τη δράση της διοίκησης, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι η Διοίκηση πρέπει να εφαρμόζει εκείνα τα μέτρα που έχουν το μικρότερο δυνατό κόστος για τον οφειλέτη και κατ’επέκταση και για το Δημόσιο. Ελέγχοντας τον περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων των οφειλετών του Δημοσίου χάριν του δημοσίου συμφέροντος με την αρχή της αναλογικότητας (25 παρ.1, εδάφιο δ’ του Συντάγματος) συνάγεται το συμπέρασμα ότι η μη κοινοποίηση του κατασχετηρίου στον οφειλέτη του Δημοσίου δεν αποτελεί ούτε το καταλληλότερο, ούτε αναγκαίο μέτρο για την ικανοποίηση της αξίωσης του Δημοσίου. Ειδικότερα, σε περίπτωση κοινοποίησης του κατασχετηρίου στον οφειλέτη και λήψης μέτρων συντηρητικής κατάσχεσης ή δέσμευσης των απαιτήσεων του οφειλέτη μέχρι την κρίση των ασκηθέντων από αυτών ενδίκων μέσων και η ικανοποίηση του Δημοσίου θα καθίστατο δυνατή και ο οφειλέτης θα απολάμβανε ως πρέπει το συνταγματικό δικαίωμα της δικαστικής προστασίας.
Καταλήγοντας, παρατηρεί κανείς ότι λόγω της δημοσιονομικής κρίσης το κράτος αναζητεί μηχανισμούς προκειμένου να εισπράξει άμεσα έσοδα, «ακροβατώντας ενίοτε στα όρια της παραβίασης της αρχής του κράτους δικαίου και της εύλογης στάθμισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου»[15]. Στα πλαίσια αυτά -εκτός από τη διάταξη του 30, παρ. 1 Κ.Ε.Δ.Ε κινείται και η πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 7, παρ. 2 Κ.Ε.Δ.Ε που προβλέπει τη μη κοινοποίηση της ατομικής ειδοποίησης υπερημερίας για την επιβολή κατάσχεσης στις περιπτώσεις κατάσχεσης χρημάτων ή χρηματικών απαιτήσεων στα χέρια του υπόχρεου ή τρίτου. Ωστόσο, η «αόριστη δικονομικοποιήση» [16]-όπως εύστοχα κατά τη γνώμη μου επισημάνθηκε- που προβλήθηκε ως αιτιολογία για το σύννομο της πρόβλεψης από το Δικαστήριο βρίσκεται μακριά από την πραγματικότητα και συγκρίνει ατελώς αντιτιθέμενες αξίες, θεωρώντας τις ατομικές ελευθερίες αυτοδικαίως περιοριζόμενες κάθε φορά που τίθεται ζήτημα ικανοποίησης του δημοσίου συμφέροντος.
Η Μαρία Καλίτση είναι ασκούμενη δικηγόρος Θεσσαλονίκης στο δικηγορικό γραφείο Alpha Law (http://www.alphalaw.gr/).
[1]Υποστηρίζεται και η αντίθετη άποψη που δέχεται την άσκηση ανακοπής κατά της ατομικής ειδοποίησης, θεωρώντας ότι αυτή περιλαμβάνει και την ταμειακή βεβαίωση του χρέους. (Ενδεικτικά: ΣτΕ 1357/1993, ΣτΕ 844/2012, ΣτΕ 2104/2014)
[2]Δ. Τομαράς, Η αναγκαστική είσπραξη Δημοσίων Εσόδων κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε, Νομικής Βιβλιοθήκη 2011, σελ.54 κ.ε.
[3]Γνωμοδότηση Νομικού Συμβουλίου του Κράτους 57/2006
[4]Για το περιεχόμενο του κατασχετηρίου εγγράφου βλέπε Ερμηνεία Κ.Ε.Δ.Ε, Α. Γέροντας-Α. Ψάλτης, Εκδόσεις Σάκκουλας 2014, σελ.413 κ.ε.
[5]Ενδεικτικά: ΜΠρωτΑθ 1355/2011
[6]Για την προβληματική της χρονικής διάρκειας της κατάσχεσης βλέπε α)Ερμηνεία Κ.Ε.Δ.Ε, Α. Γέροντας-Α. Ψάλτης, Εκδόσεις Σάκκουλας 2014, σελ.417 και β) Εισήγηση του Ι. Κοϊμτζόγλου «Ζητήματα από τη δυνατότητα κατάσχεσης εις χείρας τρίτων χωρίς κοινοποίηση κατασχετήριου εγγράφου στον οφειλέτη του Δημοσίου» στο Συνέδριο της Ένωσης Ελλήνων Δημοσιολόγων με θέμα «Διοικητική Δικαιοσύνη», 03/12/2014, Αθήνα.
[7]Σημειώνεται ότι στην προγενέστερη μορφή του το άρθρο προέβλεπε αμάχητο τεκμήριο οφειλής του χρέους του τρίτου , σε περίπτωση μη υποβολής της δήλωσης. Για την αντιμετώπιση της προβληματικής βλέπε μεταξύ άλλων «Θεμελιακά Ζητήματα της Κατάσχεσης Χρηματικών Απαιτήσεων στα Χέρια Τρίτου», Κ. Μπέης, Δίκη, Απρίλιος 1997, σελ. 399 κ.ε.
[8]Διοικητική Δίκη 2013, σελ.751 κ.ε. με παρατηρήσεις Π Τσίρη και σελ. 757 κ.ε. με παρατηρήσεις Κ. Παπανικολάου.
[9]Ερμηνεία Κ.Ε.Δ.Ε, Α. Γέροντας-Α. Ψάλτης, Εκδόσεις Σάκκουλας 2014, σελ.423.
[10]ΚΕΔΕ-Κατάσχεση εις χείρας τρίτου, Προβληματισμοί με αφορμή την ΣτΕ 2080/2014, Ε. Γαλάνη, Συνήγορος 104/2014, σελ.34 κ.ε.
[11]Ενδεικτικά: ΣτΕ 1696/1950, ΣτΕ 858/2002, ΣτΕ 602/2003, ΣτΕ 3173/2004.
[12]Εισήγηση του Ι. Κοϊμτζόγλου «Ζητήματα από τη δυνατότητα κατάσχεσης εις χείρας τρίτων χωρίς κοινοποίηση κατασχετήριου εγγράφου στον οφειλέτη του Δημοσίου» στο Συνέδριο της Ένωσης Ελλήνων Δημοσιολόγων με θέμα «Διοικητική Δικαιοσύνη», 03/12/2014, Αθήνα.
[13]Διοικητική Δίκη 2013, σελ.753 με παρατηρήσεις Π Τσίρη και Θεωρία και Πράξη Διοικητικού Δικαίου 2014, σελ. 568 κ.ε. με παρατηρήσεις Δ. Αλεξανδρόπουλου.
[14]Δελτίον Εργατικής Νομοθεσίας, Τόμος 71, Τεύχος 1661, σελ. 1 κ.ε με παρατηρήσεις του Λ. Πανούση.
[15]Θεωρία και Πράξη Διοικητικού Δικαίου 2014, σελ. 568 κ.ε. με παρατηρήσεις Δ. Αλεξανδρόπουλου.
[16]Σχόλιο του Α. Τσάτσου στο constitutionalism.gr http://www.constitutionalism.gr/tsatsos-aristidis-ste_2080-2014/
Πρόσφατα σχόλια