Ιστορικό

Ενδεικτικές Απαντήσεις – Πανελλήνιος Διαγωνισμός Υποψηφίων Δικηγόρων – Α’ Περίοδος 2017

Παρακάτω παρουσιάζονται συνοπτικές – ενδεικτικές απαντήσεις στα Θέματα  Εξετάσεων του Πανελλήνιου Διαγωνισμού Υποψηφίων Δικηγόρων – Α’ Περίοδος 2017 που έλαβε χώρα το τριήμερο 12 – 14 Μαΐου 2017.

 

ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ένας εργολάβων οικοδομών, κατά την ανέγερση σκελετού πολυκατοικίας στον Πειραιά, παρέλειψε να τοποθετήσει, όπως όριζε ο νόμος, προστατευτικό κιγκλίδωμα στο φρεάτιο του ασανσέρ της οικοδομής αυτής, με συνέπεια ένας εργάτης, ο οποίος δούλευε στην οικοδομή, να γλιστρήσει, να πέσει μέσα στο φρεάτιο, και να υποστεί κάταγμα λεκάνης. Κατά την προκαταρκτική εξέταση που διενεργήθηκε, ο εργάτης δεν προσήλθε να καταθέσει στον πταισματοδίκη και δεν υπέβαλε μήνυση κατά του εργολάβου.

Ερωτήσεις:

α) Ποια αξιόποινη πράξη τέλεσε ο εργολάβος; Να αναφέρετε τον αριθμό των σχετικών άρθρων του ΠΚ.

β) Ο εισαγγελέας θα ασκήσει ή όχι ποινική δίωξη σε βάρος του και γιατί;

γ) Ποιο είναι το αρμόδιο δικαστήριο να δικάσει την υπόθεση σε πρώτο και δεύτερο βαθμό; Δικαιούται ο εργολάβος να ασκήσει προσφυγή κατά της παραπομπής του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο;

δ) Αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κηρύξει αθώο τον κατηγορούμενο υπάρχει δυνατότητα να ασκηθεί έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης και να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος; Αιτιολογείστε την απάντησή σας.

 

Απαντήσεις:

α) Η διάταξη του άρθρ. 314 ΠΚ εδ. πρώτο ορίζει ότι «όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών». Στην προκειμένη περίπτωση από το ιστορικό προκύπτει ότι ο φερόμενος ως δράστης, εργολάβος οικοδομών, παρέλειψε να λάβει τα από το νόμο ορισθέντα μέτρα ασφαλείας, ενώ είχε αυτή την υποχρέωση, με αποτέλεσμα να γίνει υπαίτιος της πρόκλησης της σωματικής βλάβης του εργάτη, από αμέλεια, δηλαδή από παράλειψη, ιδίως επειδή δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο του ιστορικού ότι ενέργησε με δόλο, δηλαδή με σκοπό να προξενήσει την βλάβη στον εργάτη.

β) Με την διάταξη του δεύτερου εδάφιου της παραγράφου 1 του άρθρ. 315 ΠΚ ορίζεται ότι «δεν απαιτείται έγκληση αν ο υπαίτιος της πράξης του άρθρ. 314 ήταν υπόχρεος λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του να καταβάλλει ιδιαίτερη επιμέλεια ή προσοχή». Στην προκειμένη περίπτωση από το ιστορικό προκύπτει ότι ο νόμος ορίζει τον εργολάβο ως υπόχρεο στην τοποθέτηση προστατευτικής διάταξης (κιγκλιδώματος) προδήλως για την αποφυγή ατυχημάτων, υποχρέωση όμως που παραβίασε ο εργολάβος αν και είχε αυτήν την υποχρέωση από το επάγγελμά του. Κατά συνέπεια θα ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη ακόμη κι αν δεν έχει υποβληθεί έγκληση.

γ) i. Από την διάταξη του άρθρ. 114 ΚΠΔ προκύπτει ότι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο είναι αρμόδιο για την εκδίκαση αδικημάτων για τα οποία η απειλούμενη ποινή είναι κατώτερη από ένα έτος. Εν προκειμένω η προβλεπόμενη ποινή για το αδίκημα του άρθρ. 314 ΠΚ είναι φυλάκιση έως και τριών ετών, δηλαδή το πλαίσιο ποινής είναι από 10 ημέρες (άρθρ. 53 ΠΚ) έως τρία έτη αρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό είναι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο, και περαιτέρω, κατά συνέπεια του γεγονότος αυτού, σε δεύτερο βαθμό, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρ. 112 ΚΠΔ, αρμόδιο είναι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο.

ii. Με την διάταξη του άρθρ. 322 ΚΠΔ ορίζεται ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να προσφύγει στον αρμόδιο εισαγγελέα, παραπονούμενος κατά της απευθείας κλήσης του εφόσον έχει κλητευθεί να παραστεί στο ακροατήριο του τριμελούς πλημμελειοδικείου. Στην προκειμένη περίπτωση, κι εφόσον το αρμόδιο δικαστήριο για την συζήτηση της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό είναι το μονομελές πλημμελειοδικείο, ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να προσφύγει κατά της απευθείας κλήτευσής του στο δικαστήριο.

δ) Με την διάταξη του άρθρ. 486 παρ. 1 περίπτωση γ. ΚΠΔ ορίζεται ότι ο Εισαγγελέας μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης και ειδικότερα ότι ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών ασκεί έφεση και κατά των αποφάσεων των μονομελών πλημμελειοδικείων. Στην περίπτωση άσκηση έφεσης από τον Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως είναι δυνατή η καταδίκη του κατηγορούμενου, δοθέντος ότι στην περίπτωση αυτή (έφεση κατά αθωωτικής απόφασης) δεν ισχύει ο περιορισμός της διάταξης του άρθρ. 470 ΚΠΔ, καθόσον η διάταξη αυτή αναφέρεται σαφώς μόνο στην περίπτωση άσκησης έφεσης εναντίον καταδικαστικής απόφασης.

 

Επιμέλεια: Δρακούλης Δρακουλόγκωνας, Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω.

 

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ο Α, ο οποίος απεβίωσε στις 20.1.2005 στην Αθήνα, κατέλιπε, με την από 15.5.2001 ιδιόγραφη διαθήκη του, ολόκληρη την κινητή και ακίνητη περιουσία του στην κόρη του Β, μοναδικό τέκνο από το γάμο του με την προαποβιώσασα αυτού σύζυγό του Σ. Η ως άνω ιδιόγραφη διαθήκη δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία στις 2.10.2005, η δε Β αποδέχθηκε νομότυπα την επαχθείσα σ’ αυτήν κληρονομιά στις 10.11.2008. Κατά το χρόνο του θανάτου του Α ευρίσκοντο στη ζωή οι αδελφοί αυτού Γ και Δ, οι οποίοι, ισχυριζόμενοι ότι η προαναφερόμενη ιδιόγραφη διαθήκη φέρει εσφαλμένη ημεροχρονολογία, ζήτησαν την ακύρωση αυτής, με αγωγή την οποία άσκησαν κατά της Β στις 15.1.2008 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείο Αθηνών.

Ερωτάται:

α) Σε ποιες ενέργειες πρέπει να προβεί η Β ώστε να θεωρηθεί νομότυπη η αποδοχή της κληρονομιάς εκ μέρους της και ν’ αποκτήσει την κυριότητα των κινητών και των ακινήτων κληρονομιαίων πραγμάτων; Ποιος ο χρόνος επαγωγής της κληρονομίας στην από διαθήκη διαδοχή και ποιος στην από το νόμο (εξ αδιαθέτου) διαδοχή;

β) Ασκεί έννομη επιρροή στην κτήση της κληρονομίας το γεγονός ότι η Β αποδέχθηκε την επαχθείσα σ’ αυτήν κληρονομία τρία και πλέον έτη μετά τον θάνατο του πατέρα της και τη δημοσίευση της διαθήκης;

γ) Με την εκδοχή ότι η ιδιόγραφη διαθήκη φέρει όντως εσφαλμένη ημεροχρονολογία ασκεί τούτο έννομη επιρροή στην εγκυρότητά της;

δ) Έχουν έννομο συμφέρον οι Γ και Δ να ζητήσουν την ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης του Α;

ε) Το γεγονός ότι η ιδιόγραφη διαθήκη δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία παράγει τεκμήριο γνησιότητάς της; Σε ποια περίπτωση μπορεί να παραχθεί αυτό το τεκμήριο;

στ) Εάν η κληρονόμος Β, προκειμένου να εισπράξει χρήματα από το τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε αποκλειστικά στο όνομά του ο πατέρας της, ζητήσει την έκδοση του πιστοποιητικού περί του κληρονομικού της δικαιώματος (κληρονομητηρίου): ι) σε ποιο δικαστήριο πρέπει να απευθύνει την αίτησή της; ιι) η Τράπεζα έχει δικαίωμα να της αρνηθεί την ανάληψη των χρημάτων παρά την προσκόμιση του ως άνω πιστοποιητικού (κληρονομητηρίου);

Σημείωση: Να δοθεί σύντομη και σαφής απάντηση σε κάθε ερώτηση χωριστά και να παρατεθούν στο τέλος κάθε απάντησης τα σχετικά άρθρα του ΑΚ και του ΚΠολΔ στα οποία στηρίζεται αυτή.

 

Απαντήσεις:

α) Ο Α απεβίωσε στις 20.1.2005 και κληρονομείται από τη κόρη του Β δυνάμει της από 15.5.2001 ιδιόγραφης διαθήκης του, καταλείποντάς τη ως μοναδική κληρονόμο του. Σημειώνεται ότι εφ’ όσον η Σ είχε προαποβιώσει, δεν τίθεται ζήτημα νόμιμης μοίρας της. Η Σ ως μοναδική κληρονόμος του Α αποκτά την κληρονομία του Α αυτοδίκαια (1846 ΑΚ), ήτοι άνευ οιασδήποτε ενέργειάς της, με το δικαίωμα αυτής να αποποιηθεί την κληρονομία. Το δικαίωμά της είναι προσωρινό δηλαδή και μετακλητό τελώντας υπό τη διαλυτική αίρεση της αποποίησης της κληρονομίας εντός 4μήνου (ή 12μήνου αν αυτή ή ο πατέρας της ήταν κάτοικοι εξωτερικού) ΑΠΟ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ (άρθρο 1847 ΑΚ: Αποποίηση/ Ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της. Στην επαγωγή από διαθήκη η προθεσμία δεν αρχίζει πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης. Αν ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία Κατοικία του στο εξωτερικό ή αν ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή όταν διέμενε στο εξωτερικό, η προθεσμία είναι ενός έτους.) Μπορεί να αποκτήσει τη κληρονομία προβαίνοντας σε αποδοχή ρητή (π.χ. με δήλωση ενώπιον τρίτου) ή σιωπηρή αυτής (π.χ. υποβολή φόρου κληρονομίας ή κατάληψη της νομής οποιουδήποτε κινητού της κληρονομίας ή του ακινήτου) ή περιμένοντας να περάσει η προθεσμία αποποίησης δηλαδή στις 3.2.2006 (ή 3.10.2006) την αποκτά πλασματικά (1847 ΑΚ και 1850 ΑΚ). Ως προς τα ακίνητα όμως υπάρχει η επιφύλαξη της κτήσης τους μετά την μεταγραφή της σχετικής δήλωσης αποδοχής στο άρθρο 1846 ΑΚ. Σημειώνεται ότι η αποδοχή πρέπει να γίνει συμβολαιογραφικά (1193 – 1198 ΑΚ και 1195 ΑΚ: Η μεταγραπτέα αποδοχή κληρονομίας ή κληροδοσίας πρέπει να προκύπτει από δημόσιο έγγραφο. Αντί για την αποδοχή της κληρονομίας μπορεί να μεταγραφεί το κληρονομητήριο) ή με άλλο δημόσιο έγγραφο, και να μεταγραφεί, οπότε θεωρείται ότι αποκτήθηκε κυριότητα τη στιγμή της επαγωγής, δηλαδή του θανάτου του κληρονομούμενου. Στο μεσοδιάστημα η κυριότητα του ακινήτου είναι «μετέωρη». Στιγμή της επαγωγής είναι πάντα η στιγμή του θανάτου του κληρονομούμενου (1710 ΑΚ εδ. β) σε κάθε είδος διαδοχής, εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου αλλά και στη νόμιμη μοίρα.

β) Η κτήση της κυριότητας του ακινήτου δυνάμει κληρονομικής διαδοχής συντελείται μεν αυτοδίκαια, αλλά με την επιφύλαξη μεταγραφής της αποδοχής – βλ. προηγούμενη απάντηση. Αν σε ουδεμία πράξη είχε προβεί η Β μέχρι την συμβολαιογραφική αποδοχή της κληρονομίας στις 10.11.2008, την είχε ήδη αποκτήσει πλασματικά. Συνεπώς, η αποδοχή της κληρονομίας που τελείται πανηγυρικά το 2008 δεν έχει επιρροή ως προς την κτήση της κληρονομίας, αλλά μόνο ως προς την κτήση του κληρονομιαίου ακινήτου και με την προϋπόθεση ότι μεταγράφηκε στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο/ κτηματολογικό γραφείο κάτι που δεν προκύπτει από το πρακτικό.

γ) Άρθρο 1721 ΑΚ/ ΙΔΙΟΓΡΑΦΗ ΔΙΑΘΗΚΗ: Η Ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται απ` αυτόν. Από τη χρονολογία πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος. Η Ιδιόγραφη διαθήκη δεν υποβάλλεται σε κανέναν άλλο τύπο. Ψευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης. θα πρέπει να συντρέχουν άλλα στοιχεία εκτός του πλαισίου αυτής που να αποδεικνύουν ανικανότητα διαθέτη, π.χ. ότι βρισκόσταν υπό Alzheimer που του δημιουργούσε ανικανότητα προς σύνταξης διαθήκης.

δ) Αρχικώς, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 1787 ΑΚ, καθότι δεν πρόκειται για περίπτωση ακυρωσίας, αλλά ακυρότητας διαθήκης. Άλλωστε, 1718 ΑΚ: Διαθήκη, για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757, είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά. Εφαρμόζονται οι γενικές ρυθμίσεις ΚΠολΔ περί εννόμου συμφέροντος – 70 ΚΠολΔ που πρέπει να είναι παρόν και ενεστώς. Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί το έννομο συμφέρον των αδελφών για την ακύρωση της διαθήκης. η δε αγωγή ορθώς ασκήθηκε στο ΠΠρΑθ και είναι απρόθεσμη ως αναγνωριστική. Αν ακυρωθεί η διαθήκη, χωρεί η εξ αδιαθέτου διαδοχή. Άρθρο 1710 ΑΚ παρ. 2 : Η Η κληρονομική διαδοχή από το νόμο επέρχεται όταν δεν υπάρχει διαθήκη, ή όταν η διαδοχή από διαθήκη ματαιωθεί ολικά ή μερικά. Αν λοιπόν ακυρωνόταν η διαθήκη, θα κληρονομούσε και πάλι η Β ως πρώτη τη τάξει κληρονόμος. Φαίνεται λοιπόν να μην έχουν έννομο συμφέρον οι αδελφοί του πατέρα της. Θα μπορούσε όμως να σκεφτεί κανείς ότι από την ακύρωση της διαθήκης ενεργοποιείται η εξ αδιαθέτου διαδοχή και αρχίζει νέα προθεσμία αποποίησης για την κόρη Β. εκεί θα είχε τη δυνατότητα να αποποιηθεί το πρώτον την κληρονομία εκ εξ αδιαθέτου. συνεπώς φαίνεται να έχουν έννομο συμφέρον, ώστε εφ’ όσον αποποιηθεί η Β, να κληθούν αυτοί ως κληρονόμοι δεύτερης τάξης εξ αδιαθέτου.

ε) 1776 ΑΚ: Αυτός που ζητεί να δημοσιευθεί ιδιόγραφη διαθήκη ενώπιον του ειρηνοδίκη μπορεί κατά τη δημοσίευση της να προσαγάγει δύο μάρτυρες, οι οποίοι μαρτυρούν ενόρκως για τη γνησιότητα της γραφής ή της υπογραφής του διαθέτη. Ο ειρηνοδίκης αφού ακούσει τους μάρτυρες μπορεί κατά τη δημοσίευση της ιδιόγραφης διαθήκης να την κηρύξει επιπλέον κυρία. 1777 ΑΚ: Ιδιόγραφη διαθήκη που δημοσιεύτηκε και κηρύχθηκε κύρια τεκμαίρεται γνήσια, αν επί πέντε χρόνια από τη δημοσίευσή της δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά της σε δίκη ανάμεσα σε κάποιον απ` αυτούς που αντλούν δικαιώματα απ` αυτήν και κάποιον απ` αυτούς που βλάπτονται από την ύπαρξή της. Δεν παράγεται τεκμήριο – δεν έχουν παρέλθει 5 έτη από τη δημοσίευση. πρέπει να παρέλθουν αυτά τα 5 έτη. Τεκμήριο σημαίνει αντιστροφή βάρους απόδειξης υπέρ του επίκληση της ισχύος της διαθήκης. Σημ. 808 ΚΠολΔ Αρθρο 808.- 1. Η δημοσίευση διαθήκης γίνεται με καταχώρισή της, ολόκληρης, στα Πρακτικά του δικαστηρίου στα οποία βεβαιώνονται και όλα τα εξωτερικά ελαττώματά της. 2. Η δημοσίευση διαθήκης από προξενική αρχή γίνεται από τον πρόξενο ο οποίος συντάσσει πρακτικό που υπογράφεται από αυτόν και, αν πρόκειται για ιδιόγραφη διαθήκη, και από εκείνον που την παρέδωσε. 3. Η κήρυξη ιδιόγραφης διαθήκης ως κυρίας γίνεται με πράξη του αρμόδιου για τη δημοσίευσή της ειρηνοδίκη, εφόσον πιθανολογηθεί γνησιότητα της γραφής και της υπογραφής του διαθέτη. Όταν η διαθήκη δημοσιεύθηκε από προξενική αρχή, αρμόδιος για να την κηρύξει κύρια είναι ο ειρηνοδίκης του δικαστηρίου της κληρονομιάς.

στ) Κληρονομητήριο είναι πιστοποιητικό για το κληρονομικό δικαίωμα του κληρονόμου και για τη μερίδα που του αναλογεί (κληρονομητήριο). Ο ειρηνοδίκης, ύστερα από αίτηση του κληρονόμου, του παρέχει πιστοποιητικό για το κληρονομικό του δικαίωμα και τη μερίδα που του αναλογεί (κληρονομητήριο). (1956 ΑΚ) «Δικαστήριο της κληρονομιάς είναι το ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου ο κληρονομούμενος είχε κατά το χρόνο του θανάτου του την κατοικία του και, αν δεν είχε κατοικία, τη διαμονή του, και αν δεν είχε ούτε διαμονή, το ειρηνοδικείο της πρωτεύουσας του Κράτους 810 ΚΠολΔ Αρθρο 819.- «Ο ειρηνοδίκης του δικαστηρίου της κληρονομιάς με αίτηση του κληρονόμου ή του καταπιστευματοδόχου ή του κληροδόχου ή του εκτελεστή διαθήκης, η οποία αναρτάται για δέκα (10) ημέρες σε ειδικό χώρο του καταστήματος του Ειρηνοδικείου, χορηγεί το πιστοποιητικό για το κληρονομικό δικαίωμα του. Αρθρο 822.- Κάθε δικαιοπραξία ή δικαστική πράξη όποιου στο πιστοποιητικό ονομάζεται κληρονόμος ή καταπιστευματοδόχος ή κληροδόχος ή εκτελεστής διαθήκης με τρίτον ή απέναντι σε τρίτον ή του τρίτου απέναντι σ` αυτούς είναι ισχυρή υπέρ του τρίτου, σε όση έκταση ισχύει το τεκμήριο του άρθρου 821, εκτός αν ο τρίτος γνώριζε την ανακρίβεια του πιστοποιητικού ή την υποβολή αίτησης για αφαίρεση ή κήρυξη ανίσχυρου του πιστοποιητικού ή την ανάκληση ή την τροποποίησή του.

Συνεπώς

ι) Ειρηνοδικείο Αθηνών/ δικαστηρίου κληρονομίας τόπου τελευταίας εν ζω ή κατοικίας θανόντος.

ιι) το κληρονομητήριο παράγει τεκμήριο κληρονομικής ιδιότητας. Η τράπεζα δεν μπορεί να αρνηθεί την ανάληψη μετρητών και αν το κάνει γίνεται υπερήμερος οφειλέτης στη σύμβαση κατάθεσης (σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης).

 

Επιμέλεια: Ευάγγελος Ι. Μαργαρίτης, Δικηγόρος – Δρ.Νομικής, Senior Associate | Drakopoulos Law Firm. 

 

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Ο Α εξέδωσε σε διαταγή του, στην Αθήνα, μια τραπεζική επιταγή ποσού 15.000 ευρώ, πληρωτέα από την Τράπεζα Δ, σε χρέωση του λογαριασμού που τηρούσε σ’ αυτήν, την οπισθογράφησε και την παρέδωσε στη Β, προς εξόφληση οφειλής του, με τη συμφωνία τους να συμπληρωθεί από τη Β η ημερομηνία έκδοσης την 31.10.2015, την οπισθογράφησε και την παρέδωσε στην Τράπεζα Γ προς μερική κάλυψη οφειλής της. Όταν η Τράπεζα Γ, στις 31.10.2015, την εμφάνισε προς πληρωμή στην πληρώτρια Τράπεζα Δ, διαπιστώθηκε από το μηχανογραφικό κέντρο της τελευταίας ότι υπήρχε προηγούμενη εντολή του Α περί μη πληρωμής αυτής της επιταγής, παρόλο που υπήρχε επαρκές υπόλοιπο στο λογαριασμό του, με αποτέλεσμα η επιταγή να παραμείνει απλήρωτη. Το γεγονός αυτό βεβαιώθηκε στο σώμα της επιταγής από την πληρώτρια τράπεζα Δ στις 4.11.2015. Στη συνέχεια, η Β πλήρωσε την εν λόγω επιταγή στην Τράπεζα Γ και ανέλαβε αυτήν. Η Β με βάση την επιταγή αυτή ζήτησε και εκδόθηκε διαταγή πληρωμής κατά του Α στις 10.4.2016, την οποία και επέδωσε σε αυτόν αυθημερόν. Ο Α άσκησε ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, αιτούμενος την ακύρωσή της, ισχυριζόμενος: α) ότι την επιταγή την είχε παραδώσει στη Β λευκή ως προς την ημερομηνία έκδοσης και ότι συμπληρώθηκε χωρίς να προηγηθεί συνεννόησή τους, όπως είχαν συμφωνήσει, και β) ότι σε κάθε περίπτωση η αξίωση της Β εκ της επιταγής έχει παραγραφεί.

Ερωτάται υπό τα δεδομένα αυτά:

1) Νομίμως εκδόθηκε η άνω επιταγή χωρίς να αναγράφεται σ’ αυτήν η ημεροχρονολογία έκδοσής της; Μπορεί να συμπληρωθεί εκ των υστέρων, παρά τα συμφωνηθέντα;

2) Η δήλωση ανάκλησης της επιταγής, δηλαδή της εντολής για πληρωμή, που έγινε από τον εκδότη Α προς την πληρώτρια τράπεζα Δ, πριν από την ως άνω εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή, έχει κάποιο έννομο αποτέλεσμα; 3) Η Β ανέλαβε νομίμως την επιταγή από την Τράπεζα Γ, εφόσον πλήρωσε σε αυτήν το αναγραφόμενο ποσό;

4) Ο Α είχε δικαίωμα να προτείνει με την ασκηθείσα ανακοπή του κατά της Β τον υπό στοιχείο α’ ισχυρισμό του (ένσταση);

5) Αν υποτεθεί ότι η ημεροχρονολογία 31.10.2015, που τέθηκε στην επιταγή, είχε πράγματι συμφωνηθεί, η αξίωση της Β εκ της επιταγής κατά του εκδότη Α ήταν παραγεγραμμένη κατά το χρόνο επίδοσης της διαταγής πληρωμής; Σημείωση: Να δοθεί σύντομη και σαφής απάντηση σε κάθε ερώτηση χωριστά και να παρατεθούν στο τέλος κάθε απάντησης τα σχετικά άρθρα του νόμου στα οποία στηρίζεται αυτή.

 

Απαντήσεις:

  1. Παραπομπή στο άρθρο 13 του Νόμου 5960/1933.
  2. Παραπομπή στο άρθρο 32 του Νόμου 5960/1933.
  3. Παραπομπή στο άρθρο 47 του Νόμου 5960/1933.
  4. Παραπομπή στο άρθρο 13 του Νόμου 5960/1933 (ένσταση).
  5. Παραπομπή στο άρθρο 52 παρ. 2 του Νόμου 5960/1933 (δεν έχει παραγραφεί).

 

ΔΗΜΟΣΙΟ ΔΙΚΑΙΟ, ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ

Το 2011 έλαβε χώρα αεροπορικό ατύχημα, με αποτέλεσμα το θάνατο του Α. Για το ατύχημα υπήρχε συνυπευθυνότητα τόσο της αεροπορικής εταιρείας όσο και των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας του ελληνικού αεροδρομίου. Το 2013 η Β, χήρα του Α, άσκησε ένδικο βοήθημα ενώπιον των Δικαστηρίων της Θεσσαλονίκης, με το οποίο ζητούσενα αναγνωριστεί η ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου και, ειδικότερα, να αναγνωριστεί ότι το Ελληνικό Δημόσιο της οφείλει αποζημίωση 200.000 ευρώ νομιμοτόκως.

Ερωτάται:

1) α) Με ποιο ένδικο βοήθημα και ενώπιον ποιου Δικαστηρίου μπορεί να επιδιώξει η Β την ικανοποίηση των απαιτήσεών της κατά του Ελληνικού Δημοσίου; β) Σε ποιες διατάξεις και σε ποιες ουσιαστικές προϋποθέσεις θα στηριχθεί η άσκηση του ανωτέρω ενδίκου βοηθήματος;

2) Οι ουσιαστικού δικαίου συνέπειες του ανωτέρω ενδίκου βοηθήματος επέρχονται με την κατάθεση ή με την κοινοποίηση αυτού;

3) Θα μπορούσε η υπογραφή και κατάθεση του δικογράφου του ως άνω ενδίκου βοηθήματος να γίνει από την Β αυτοπροσώπως;

4) Πρέπει η Β να καταβάλει δικαστικό ένσημο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης;

5) Αν το ανωτέρω ένδικο βοήθημα απορριπτόταν ως απαράδεκτο, θα μπορούσε η Β να επανέλθει με άλλο ένδικο βοήθημα;

6) Σε περίπτωση απόρριψης του ως άνω ενδίκου βοηθήματος, με ποιο ένδικο μέσο, σε ποια προθεσμία και ενώπιον ποιου Δικαστηρίου μπορεί η Β να προσβάλει την απόφαση;

 

Απαντήσεις:

  1. α) Παραπομπή στο άρθρο 6 παρ. 1 σε συνδυασμό με άρθρο 71 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Αγωγή – Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο). β) Παραπομπή στο άρθρο 105 Εισ. Νόμου του Αστικού Κώδικα.
  2. Παραπομπή στο άρθρο 75 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (επίδοση).
  3. Παραπομπή στο άρθρο 27 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (όχι).
  4. Παραπομπή στο άρθρο 274 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
  5. Παραπομπή στο άρθρο 76 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
  6. Παραπομπή στα άρθρα 92 και 94 σε συνδυασμό με το άρθρο 6 παρ. 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας                    (Τριμελές Εφετείο).

 

ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΚΑΙ ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ

Ο Α δικηγόρος, μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, κατά τη συζήτηση αγωγής από τροχαίο ατύχημα που είχε καταθέσει για λογαριασμό του εντολέα του Β, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσαλονίκης, δεν κατέθεσε με την κατάθεση των προτάσεων το γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών. Ο Α δεν εκδίδει σχετικό γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και στην περίπτωση κατάθεσης εισαγωγικού δικογράφου αίτησης ασφαλιστικών μέτρων νομής που κατέθεσε στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης για λογαριασμό του εντολέα του Γ.

Ερωτάται:

1. Τι είναι κατά νόμο το γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών;

α) Υπάρχει κατά νόμο η υποχρέωση έκδοσης γραμματίου προκαταβολής εισφορών από τον Α για τις παραπάνω υποθέσεις;

β) Υπάρχουν δικονομικές συνέπειες μη έκδοσης γραμματίου προκαταβολής εισφορών και προσκόμισής αυτού στο αρμόδιο δικαστήριο;

2.- Υποχρεούνται οι γραμματείες των ως άνω δικαστηρίων σε κάποια ενέργεια, μετά τη διαπίστωση ότι, εκ μέρους του δικηγόρου Α, υπάρχει έλλειψη προσκόμισης γραμματίων προκαταβολής εισφορών για τις νομικές ενέργειες που έκανε;

3.- Ποιες είναι οι κυρώσεις που προβλέπονται από τον Κώδικα Δικηγόρων μετά την άνω συμπεριφορά του Α;

4.- Αν υποτεθεί ότι ο Γ έχει την ιδιότητα του δικηγόρου, διαφοροποιείται η απάντησή σας στο ερώτημα 1α;

 

Απαντήσεις:

  1. α) Παραπομπή στο άρθρο 61 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων. β) Παραπομπή στο άρθρο 61 παρ. 4 του Κώδικα Δικηγόρων.
  2. Παραπομπή στο άρθρο 61 παρ. 6 του Κώδικα Δικηγόρων.
  3. Παραπομπή στο άρθρο 61 παρ. 5 του Κώδικα Δικηγόρων.
  4. Παραπομπή στο άρθρο 61 παρ. 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 82 παρ. 2 του Κώδικα Δικηγόρων.

 

Συνολική Επιμέλεια:

Μαρία Αγγελή, Δικηγόρος – Γενική Γραμματέας ΕΑΝΔΑ.

Γιώργος Αργυρόπουλος, Δικηγόρος – Σύμβουλος ΕΑΝΔΑ – Υπ. Διδάκτωρ Νομικής.

 

Καλά αποτελέσματα σε όλους!

Share This Post

One Response to Ενδεικτικές Απαντήσεις – Πανελλήνιος Διαγωνισμός Υποψηφίων Δικηγόρων – Α’ Περίοδος 2017

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Captcha * Time limit is exhausted. Please reload the CAPTCHA.