Γράφει η Αλεξάνδρα Αθανασία Μέτσιου*
Το 2015 η Ελλάδα υπήρξε πέρασμα εκατοντάδων χιλιάδων μεικτών προσφυγικών ροών προς την κεντρική και βόρεια Ευρώπη, μέχρι και το κλείσιμο της λεγόμενης βαλκανικής οδού, οπότε και κατέστη, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, ένας αναγκαστικός, μη εθελούσιος «τελικός» προορισμός των προσώπων που είδαν στο πρόσωπο της Ευρώπης τη Γη της Επαγγελίας και επέλεξαν –ή «επέλεξαν»- να απευθυνθούν σε αυτή για προστασία.
Ιδιαίτερη ομάδα μεταξύ των ενδιαφερομένων αποτελούν οι ασυνόδευτοι ανήλικοι, ο ορισμός των οποίων (για την ακρίβεια του λόγου, ο ορισμός των ως αιτούντων άσυλο) δίνεται από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και αφορά κάθε πρόσωπο κάτω από την ηλικία των 18 ετών (ή της ηλικίας ενηλικίωσης κατά το δίκαιο της χώρας ασύλου) το οποίο δε συνοδεύεται από τους γονείς του, από επίτροπο, ή από άλλο ενήλικο που σύμφωνα με το νόμο ή το έθιμο είναι υπεύθυνος για την επιμέλειά του και αιτείται να υπαχθεί στο καθεστώς του πρόσφυγα στη χώρα ασύλου. Μιλούμε για ιδιαίτερη ομάδα όχι μόνο λόγω της ιδιαίτερης μεταχείρισης που τους επιφυλάσσει το νομικό πλαίσιο και η διοικητική πρακτική, αλλά, κυρίως λόγω της ευαλωτότητας που συνεπάγεται η ανηλικότητα στον πραγματικό κόσμο. Πράγματι, όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς (Υπηρεσία Ασύλου, Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες, σχετικές ΜΚΟ κλπ) παρουσιάζουν θερμό ενδιαφέρον για τον εντοπισμό και καταγραφή τέτοιων περιπτώσεων. Αν και ο ακριβής υπολογισμός του αριθμού των ασυνόδευτων παιδιών καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής, ίσως λόγω ανακριβών δηλώσεων, ελλείψει μάλιστα εγγράφων ταυτότητας, διάφορες πηγές αναφέρουν κατά καιρούς ότι ο αριθμός αυτός φτάνει τις 2.500-5.000 περιπτώσεις στην Ελλάδα. Η πλειοψηφία των παιδιών κατάγονται από τη Συρία (27%), το Αφγανιστάν (27%) και το Πακιστάν (25%), ενώ το λοιπό ποσοστό προέρχεται από το Ιράκ, Ιράν, Μαρόκο, Παλαιστίνη και αλλού (στοιχεία σύμφωνα με παραπομπές που έγιναν στο ΕΚΚΑ από Ιανουάριο μέχρι Δεκέμβριο του 2016).
Η διερεύνηση των αιτιών του φαινομένου δεν ανήκει στο παρόν, αρκούμαι δε στο να αναφερθώ, συλλήβδην, πως διακρίνω δύο τρόπους να καταστεί κάποιος ανήλικος ασυνόδευτος. Ο πρώτος έχει να κάνει με τον παράγοντα της τύχης, ή μάλλον της συνδρομής ατυχών, δυσάρεστων γεγονότων. Ανήλικοι που στο δρόμο προς την Ευρώπη και στη διάρκεια εντάσεων στα εκάστοτε σύνορα χωρίστηκαν από τους συνοδούς τους, οπότε και έμειναν χωρίς άλλη επιλογή παρά να συνεχίσουν το ταξίδι μόνοι, είτε ανήλιοι που βρέθηκαν αντιμέτωποι με πιο μοιραία γεγονότα, όπως το να χάσουν οριστικά μέλη της οικογένειάς τους σε συγκρούσεις, ναυάγια, εχθροπραξίες. Ο δεύτερος έχει να κάνει –ας μου επιτραπεί η έκφραση- με την επιχειρηματική στρατηγική των διακινητών. Η μεταφορά ενός –ας μου ξαναεπιτραπεί η έκφραση, είναι δυσχερές να τηρηθεί πλήρως ο όρος της πολιτικής ορθότητας σε ζητήματα, η πραγματικότητα των οποίων απέχει σαφώς από οτιδήποτε ορθό- ευέλικτου και διαχειρίσιμου ανηλίκου είναι, φαντάζομαι, ευκολότερη από τη μεταφορά ενήλικων ανδρών, εγκύων γυναικών και δυσκίνητων ηλικιωμένων. Άλλωστε, αν καταφέρει να φτάσει πρώτος και μόνος ο ανήλικος στην επιθυμητή ευρωπαϊκή χώρα, τα λοιπά μέλη της οικογένειας μπορούν να συνενωθούν μαζί του με βάση το θεσμό της οικογενειακής επανένωσης, όπως προβλέπεται από τον κανονισμό του Δουβλίνο ΙΙΙ.
Το απτόμενο του ζητήματος νομοθετικό πλαίσιο, εθνικό και διεθνές, είναι σε γενικές γραμμές σαφές και προστατευτικό και δε διακρίνει κατ’ αρχήν αν στο πρόσωπο του ανηλίκου συντρέχει η ιδιότητα του πρόσφυγα ή του μετανάστη, αλλά αυτό τυγχάνει κατά πρώτον και κύριον της αντιμετώπισης που αρμόζει σε παιδιά. Εκκινώντας από το Σύνταγμα, ορίζεται στο άρθρο 21παρ. 1 και 3 μεταξύ άλλων ότι «…και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους» και «το Κράτος παίρνει…ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας…». Ποικίλα εθνικά κείμενα συμπληρώνουν και εξειδικεύουν σε ζητήματα ασυνόδευτων ανηλίκων. Αναφέρονται ενδεικτικά το υπ’ αριθμόν 220/2007 ΠΔ, ο Ν. 4251/2014, ο Ν. 4375/2016 και το ΠΔ υπ’ αριθμόν 141/2013.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων προβλέπει πως σε όλες τις πράξεις που αφορούν παιδιά, πρωταρχική σημασία πρέπει να δίνεται στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού (άρθρο 24παρ. 2), ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης (άρθρο 17) αναφέρεται στο δικαίωμα του παιδιού στην οικονομική και κοινωνική προστασία, ενώ το ΕΣΔΑ, παρ’ όλο που δεν περιέχει ρητές σχετικές διατάξεις, μπορεί να εξεταστεί αναλογικά και σε περιπτώσεις ασυνόδευτων ανηλίκων. Οδηγίες (2013/32/ΕΕ, 2011/95/ΕΕ, 2003/86/ΕΚ, 2013/33/ΕΕ) και Κανονισμοί (604/2013) της ΕΕ που ρυθμίζουν ζητήματα ασύλου και υποδοχής, πραγματοποιούν κατά κανόνα ιδιαίτερη μνεία στην προστασία των ασυνόδευτων ανηλίκων, ορίζοντας τα κατ’ιδίαν δικαιώματά τους, όπως για παράδειγμα αυτό της οικογενειακής επανένωσης.
Σε ευρύτερη κλίμακα, η Σύμβαση του ΟΗΕ για τα δικαιώματα του Παιδιού αποτελεί αφετηρία σε ζητήματα προστασίας παιδιών και επιβάλλει σχετική υποχρέωση στα συμβαλλόμενα κράτη, ανεξάρτητα από τη νομική και πραγματική κατάσταση του ανηλίκου (πχ νομιμότητα παραμονής στη χώρα). Πρόκειται για κείμενο μοναδικής σημασίας, αφού παρέχει ολοκληρωμένη προστασία σε κάθε επίπεδο (αστικό, οικονομικό, κοινωνικό). Αξιοσημείωτο είναι μάλιστα το γεγονός, πως η Σύμβαση δεν περιέχει γενική ρήτρα παρέκκλισης που να επιτρέπει στα συμβαλλόμενα Κράτη να αναστέλλουν δικαιώματα σε περιόδους έκτακτης ανάγκης. Εις ό,τι αφορά τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και το συνοδό Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης του 1967, παρ’ όλο που δεν περιλαμβάνουν ειδική αναφορά σε ανηλίκους, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η σημασία και ο ρόλος των κειμένων αυτών ως ακρογωνιαίων λίθων σε θέματα ορισμού και προστασίας του πρόσφυγα εν γένει.
Παρ’ όλο που το νομικό οπλοστάσιο φαντάζει πλήρες και ικανό να δράσει τόσο προληπτικά όσο και σε πραγματικό χρόνο προκειμένου να διασφαλιστούν ευνοϊκές συνθήκες και τέτοιες που αρμόζουν στην ανηλικότητα, η πραγματικότητα –ουκ ολίγες φορές- έρχεται να διαψεύσει τις προσδοκίες. Άρθρο του “The Guardian”, επικαλούμενο αναφορά του Πανεπιστημίου του Harvard (university’s centre for health and human rights) κάνει λόγο για τον εξαναγκασμό ανήλικων αγοριών (κυρίως Συρίων, Αφγανών, Ιρακινών και Ιρανών), μη μπορώντας αυτά να ικανοποιήσουν τις χρηματικές απαιτήσεις των διακινητών τους, να «πωλήσουν σεξ», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν το ταξίδι τους προς την Ευρώπη.
Άλλωστε, «το ειδικό καθεστώς ανασφάλειας και ευαλωτότητας, στο οποίο είναι γνωστό ότι ζουν οι αιτούντες άσυλο» διαπιστώνεται από το ΕΔΔΑ σε δύο αποφάσεις υψίστης σημασίας, όπου προσφεύγοντες ήταν ανήλικοι αλλοδαποί. Στην πρώτη περίπτωση, πρόκειται για την υπόθεση Rahimi κατά Ελλάδας, στην οποία αναδεικνύονται ως κρίσιμα ζητήματα η ανηλικότητα και η συνεπαγόμενη ευαλωτότητα, το μέγιστο συμφέρον του ανηλίκου, η απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, καθώς και η πρόσβαση στις διαδικασίες. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβιάσεις του άρθρου 3 ΕΣΔΑ περί απαγόρευσης των βασανιστηρίων, της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης, αφού κατέληξε πως οι συνθήκες κράτησης του ανηλίκου στο κέντρο κράτησης υπονόμευαν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και γι’ αυτό το λόγο ισοδυναμούσαν με εξευτελιστική μεταχείριση. Παραβιάσεις εντοπίστηκαν, επίσης, στο άρθρο 13 περί δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, στο 5 παρ. 1στ και 5 παρ.4 περί δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια.
Η δεύτερη υπόθεση αφορά στην προσφυγή M.S.S κατά Βελγίου και Ελλάδας. Το Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως αποφάνθηκε κατά πλειοψηφία ότι το Βέλγιο και η Ελλάδα είχαν παραβιάσει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Εις ο,τι αφορά συγκεκριμένα την Ελλάδα, το Δικαστήριο επεσήμανε πως οι συνθήκες διαβίωσης στη χώρα ήταν εξευτελιστικές, καθώς και ότι αποστέρησε από τον ενδιαφερόμενο την ευκαιρία για αποτελεσματική εξέταση του αιτήματος ασύλου. Όσον αφορά το Βέλγιο, δεδομένων των ευρέως γνωστών ελλείψεων του συστήματος ασύλου στην Ελλάδα, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, ότι κατά το χρόνο απέλασης του M.S.S. στην Ελλάδα, «οι βελγικές αρχές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι ο τελευταίος δεν είχε καμία εγγύηση ότι η αίτηση ασύλου του θα εξεταζόταν σοβαρά» από τους Έλληνες ομολόγους τους. Εν όψει της εν λόγω υπόθεσης, η Διεθνής Αμνηστία απηύθυνε κάλεσμα στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να αναστείλουν όλες τις μεταφορές υπό το Δουβλίνο ΙΙ προς την Ελλάδα, όπου υπάρχουν αξιόπιστες ενδείξεις ότι δε γίνονται πλήρως σεβαστά τα δικαιώματα των αιτούντων άσυλο.
Τα παραπάνω αναδεικνύουν ενδεικτικά το μέγεθος της ευαλωτότητας των ασυνόδευτων ανηλίκων στην πράξη και επισημαίνουν πως οι προκλήσεις είναι ακόμα παρούσες και διόλου ευκαταφρόνητες.
Βιβλιογραφία/πηγές
*Η Αλεξάνδρα Αθανασία Μέτσιου είναι προπτυχιακή φοιτήτρια Νομικής ΑΠΘ
https://www.linkedin.com/in/alexandra-athanasia-metsiou-73a0a474/
Πρόσφατα σχόλια