Περίληψη: Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος – Μακροχρόνια αδράνεια δικαιούχων -. Βάσιμη ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ. Κρίθηκε ότι η άσκηση του ένδικου δικαιώματος συγκυριότητας επί ακινήτου από τους ενάγοντες υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του, καθώς συντρέχει περίπτωση μακροχρόνιας αδράνειάς τους, αλλά και επιπροσθέτως η συμπεριφορά τους δημιούργησε στην πρώτη εναγομένη και στους δικαιοπαρόχους της την εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ’ αυτών το δικαίωμα συγκυριότητας στο επίδικο ακίνητο. Απόρριψη αναιρετικών λόγων από τους αριθ. 1, 8, 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Αριθμός 750/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών-καλούντων: 1) Σ. χήρας Ν.Ν., το γένος Ν.Ν., κατοίκου …, 2) Γ.-’. Ν. του Ν., 3) Α. χήρας Π.Ν., το γένος Α.Π., 4) Σ.Ν. του Π. και 5) Α.Ν. του Π., κατοίκων … . Οι 1η, 2η, 4η και 5η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Στυλιανό Σταματόπουλο και η 3η απεβίωσε στις 16/4/2011, όπως αναφέρεται στην από 9/12/2011 κλήση και κληρονομήθηκε από τις 4η και 5η, οι οποίες συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο.
Των αναιρεσίβλητων-καθών η κλήση: 1) Θ. χήρας Γ.Τ., το γένος Κ.Ν., 2) Κ.Τ. του Γ. και 3) Α.Τ. του Γ., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αθανάσιο Κορμαλή.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/8/2003 αγωγή των αρχικών διαδίκων Ν. και Π. Ν., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ροδόπης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 9/2005, 34/2005 διορθωτική αυτής του ιδίου Δικαστηρίου και 357/2009 του Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 19/7/2010 αίτησή τους και οι αναιρεσίβλητοι ζητούν την επικύρωσή της με τους από 12/2/2013 προσθέτους λόγους – προτάσεις τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 7/11/2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης και την από 6/3/2013 έκθεσή του με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη των “προσθέτων λόγων”.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και την παραδοχή των προσθέτων λόγων, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Μετά την άσκηση της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης και, ειδικότερα, στις 16.4.2011 πέθανε στην Κομοτηνή η τρίτη ενάγουσα και ήδη τρίτη αναιρεσείουσα Α. χήρα Π.Ν. Οι εγγύτεροι συγγενείς αυτής και μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της Σ.Ν. του Π. και Α.Ν. του Π., θυγατέρες της (τέταρτη και πέμπτη αναιρεσείουσες), όπως προκύπτει από τα, με επίκληση, προσκομιζόμενα από τις ίδιες έγγραφα, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Στυλιανού Σταματόπουλου, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά, γνωστοποίησαν νόμιμα το θάνατο της πιο πάνω άμεσης δικαιοπαρόχου τους και την εκούσια στο όνομά της επανάληψη της δίκης, που διακόπηκε βίαια, η οποία πλέον συνεχίζεται νόμιμα.
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ “Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος”. Κατά την έννοια αυτής μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο για την παραγραφή, καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί κατ’ αρχή να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος. Αν όμως η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος μεταβάλλοντας τη στάση του επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που ήδη έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί, δεν είναι απαραίτητο να προκαλούνται αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες αλλ’ αρκεί να επέρχονται δυσμενείς απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεις. Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη (Ολ.ΑΠ 8/2001). Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε.
Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: “… Κατά το έτος 1950 η πρώτη εναγομένη λογοδόθηκε με το μετέπειτα σύζυγό της Γ.Τ., με τον οποίο τέλεσε γάμο στις 04.11.1951 και έκτοτε εγκαταστάθηκαν μαζί με το σύζυγό της στο επίδικο, όπου διέμεναν μαζί με τον πατέρα της. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τους αρραβώνες της πρώτης εναγομένης, παρουσία και των εναγόντων, ο πατέρας των διαδίκων υποσχέθηκε να δοθεί στην κόρη του το επίδικο ως προίκα, χωρίς ωστόσο μέχρι και του χρόνου του θανάτου του να προβεί στη σύνταξη προσυμφώνου συστάσεως προικός και χωρίς ο ίδιος, ο οποίος ήταν τότε νομέας του ακινήτου, να παραδώσει με τη βούλησή του στην πρώτη εναγομένη τη νομή του επιδίκου και να αποξενωθεί από την κατοχή του πράγματος. Τα αδέλφια της (οι ενάγοντες) απομακρύνθηκαν από την πατρική οικία, ο μεν πρώτος … το έτος 1951 …, ο δε δεύτερος από το έτος 1952 … . Έτσι έχουσα η κατάσταση, η πρώτη εναγομένη συνέχιζε να χρησιμοποιεί το επίδικο ως συζυγική οικία, αποκτώντας με την πάροδο του χρόνου τρία παιδιά και φροντίζοντας παράλληλα τον ηλικιωμένο πατέρα της. Κατά το χρόνο διαμονής της στο επίδικο, η πρώτη εναγομένη μετά του συζύγου της υποβλήθηκαν σε όλες τις αναγκαίες δαπάνες, προκειμένου η επίδικη οικία να συντηρηθεί, να καταστεί λειτουργική και γενικά να διατηρηθεί κατάλληλη προς εκμετάλλευση (κατήρτισαν τη σύμβαση υδροδότησης, προέβησαν σε αλλαγή συστήματος ηλεκτροδότησης κ.λπ.). Το έτος 1960, κατά τη μεγάλη πλημμύρα που έπληξε την πόλη της …, η επίδικη οικία υπέστη μεγάλη καταστροφή. Για το λόγο αυτό ο πατέρας της έλαβε από την Εθνική Κτηματική Τράπεζα δάνειο στο όνομα του ποσού 24.000 δραχμών, προκειμένου να ανακατασκευασθεί η οικία, πράγμα που έγινε. Το έτος 1962 απεβίωσε ο υπέργηρος πατέρας τους και στη συνέχεια η πρώτη εναγομένη, που εξακολούθησε να διαμένει στο επίδικο με την οικογένειά της, ανέλαβε μαζί με το σύζυγό της, που ήταν ράφτης στο επάγγελμα, να αποπληρώνουν τις δόσεις του δανείου. Κατά το έτος 1970 η πρώτη εναγομένη υπέβαλε την από 05.10.1970 αίτηση στο τότε Κέντρο Κοινωνικής Πολιτικής Ροδόπης, προκειμένου να εκδοθεί ο οριστικός τίτλος κυριότητας (παραχωρητήριο). Πράγματι εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 1587 παραχωρητήριο που μεταγράφηκε νόμιμα, επ’ ονόματι όμως και των τριών τέκνων του δικαιούχου, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου στον καθένα. Στη συνέχεια προέκυψε ότι και μετά το έτος 1970 που εκδόθηκε το σχετικό παραχωρητήριο με ενέργειες και έξοδα της πρώτης εναγομένης, αυτή συνέχιζε να κατοικεί στο επίδικο με την οικογένειά της και να ασκεί εμφανείς υλικές πράξεις νομής. Εκτός δε από τις παραπάνω αναγκαίες δαπάνες, στις οποίες υποβλήθηκε στα πλαίσια της τακτικής διαχείρισης της ένδικης οικίας, ενήργησε δαπάνες επωφελείς που επαύξησαν την αξία της. Συγκεκριμένα με δικές της δαπάνες κατασκεύασε περίφραξη, το έτος 1974 κατασκεύασε δύο μικρού εμβαδού πετρόκτιστα κεραμοσκεπή κτίσματα, εμβαδού 10,14 και 1,189 τ.μ. στον αύλειο χώρο της επιδίκου οικίας, συνέχισε να καταβάλλει δια του συζύγου της τις δόσεις προς εξόφληση του δανείου που είχε λάβει ο πατέρας της, το έτος 1988 προέβη στην προσθήκη-επέκταση της οπίσθιας πλευράς της επιδίκου οικίας με τη δημιουργία εσωτερικής τουαλέτας και δημιουργία βεράντας, συνολικού εμβαδού της προσθήκης 8 τ.μ., εκδοθείσης επ’ ονόματι του συζύγου της, της υπ’ αριθμ. …/30.09.1988 άδειας της αρμόδιας Πολεοδομίας Ροδόπης, αντικατέστησε τα κουφώματα της οικίας, μετά δε το θάνατο του συζύγου της το έτος 1989, εξόφλησε ολοσχερώς την οφειλή του πατέρα της από το δάνειο, προέβη στην πλακόστρωση του αύλειου χώρου της οικίας, σε διάνοιξη παραθύρου, σε αντικατάσταση των ξύλινων ταβανιών του πρώτου ορόφου, το έτος 1997 προέβη στη σύνδεση της επιδίκου οικίας με το αποχετευτικό δίκτυο της πόλης και επισκεύασε την πεπαλαιωμένη στέγη. Γενικά, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των από τους εναγομένους επικαλούμενων και προσκομιζόμενων και στην παρούσα δίκη φωτογραφιών του επιδίκου, τη γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβήτησαν οι ενάγοντες, τόσο η εν λόγω οικία αλλά και ο χώρος που την περιβάλλει, καθόλο το παραπάνω διάστημα παραμονής της πρώτης εναγομένης αυτή μετά της οικογενείας της, ανακατασκευάσθηκε, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά, με αποτέλεσμα να εμφανίζει σήμερα την εικόνα μιας σύγχρονης κατοικίας με όλες τις ανέσεις. Για όλες τις παραπάνω ενέργειες της πρώτης εναγομένης, συγκυρίας στο επίδικο, ήταν απόλυτα ενήμεροι οι αρχικώς ενάγοντες-αδελφοί της, υπό τα όμματα των οποίων διενεργούνταν, καθώς διαμένοντες σε κοντινές αποστάσεις, επισκέπτονταν τακτικά το επίδικο, στα πλαίσια των κοινωνικών επαφών τους με τους άμεσους συγγενείς τους (αδελφή και πατέρα τους) και ουδέποτε εκδήλωσαν την αντίρρησή τους στην εναγομένη ως προς τον παραπάνω τρόπο διαχείρισης του ακινήτου, στο οποίο και οι ίδιοι ήταν συγκύριοι κατά τα παραπάνω ποσοστά. Για πρώτη φορά οι ενάγοντες το έτος 2003, όταν πλέον η αξία του ακινήτου αυξήθηκε και υπήρχε ενδιαφέρον από τρίτους για την ανοικοδόμησή του κατά το σύστημα της αντιπαροχής, ζήτησαν από την πρώτη εναγομένη να συμπράξει με αυτούς, ώστε να αξιοποιηθεί με τον παραπάνω τρόπο το όλο ακίνητο και ενώ ήδη η τελευταία με το υπ’ αριθμ. …/18.04.2003 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Κομοτηνής Μ.Γ. που μεταγράφηκε νόμιμα προέβη στη μεταβίβαση του επιδίκου, λόγω γονικής παροχής στα παιδιά της, δεύτερο και τρίτο των εναγομένων κατ’ ισομοιρία, στο οποίο εξακολουθεί να διαμένει η ίδια και ο τρίτος των εναγομένων. Αποδεικνύεται δηλαδή, ότι ναι μεν η πρώτη εναγομένη δεν γνωστοποίησε στους ενάγοντες ρητά την πρόθεσή της να νέμεται το επίδικο αποκλειστικά για δικό της λογαριασμό, πλην όμως, σύμφωνα με όσα ανωτέρω έγιναν δεκτά, οι ενάγοντες από τη δεκαετία του 1950 που αποχώρησαν από την πατρική οικία, μέχρι και το χρόνο άσκησης της αγωγής (2003), ήτοι επί 50 και πλέον έτη και 33 έτη από την έκδοση και μεταγραφή του σχετικού τίτλου κυριότητας, ενόψει και της πεποιθήσεως που είχε δημιουργηθεί από την ρητώς εκφρασθείσα επιθυμία του πατέρα τους να δοθεί το σπίτι στην αδελφή τους ως προίκα, ουδέποτε έδωσαν στην πρώτη εναγομένη την εντύπωση ότι πρόκειται να ασκήσουν το δικαίωμά τους επί του επιδίκου ακινήτου, καθόσον, ενώ αυτή ενεργούσε τις προαναφερόμενες κατασκευές, οι ενάγοντες δεν διαμαρτυρήθηκαν ποτέ γι’ αυτές τις ενέργειές της, των οποίων είχαν λάβει γνώση, ούτε προέκυψε ότι συμμετείχαν με οποιονδήποτε τρόπο στις δαπάνες του επιδίκου και στην αποπληρωμή του δανείου του πατέρα τους, ούτε ζήτησαν ποτέ ωφελήματα για το ποσοστό συγκυριότητάς τους επ’ αυτού. Η παραπάνω κρίση δεν αναιρείται από το γεγονός ότι οι ενάγοντες δήλωσαν για πρώτη φορά το ποσοστό συγκυριότητάς τους επί του επιδίκου στο έντυπο Ε9 του έτους 1997 και ενόψει της κτηματογράφησης το έτος 1999, διότι οι ανωτέρω ενέργειές τους, πέραν του ότι έλαβαν χώρα μετά την πάροδο 27 ετών από την έκδοση του σχετικού τίτλου κυριότητας, δεν αποτελούν εμφανείς πράξεις, ούτε προέκυψε ότι περιήλθαν σε γνώση της πρώτης εναγομένης, δοθέντος ότι η τελευταία κατά την υποβολή της φορολογικής της δήλωσης για το οικονομικό έτος 1997 δήλωσε την επίδικη οικία στην οποία ιδιοκατοικούσε με ποσοστό συνιδιοκτησίας 100%, ενώ στη δήλωση που υπέβαλε το έτος 1999 κατά την κτηματογράφηση της περιοχής δήλωσε ποσοστό πλήρους κυριότητας 100%, ήτοι το ποσοστό 66,66% ως αποκτηθέν δυνάμει χρησικτησίας. Υπό τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, η παραπάνω συμπεριφορά των εναγόντων, δημιούργησε στην πρώτη εναγομένη, αλλά και στους δικαιοπαρόχους της (δεύτερο και τρίτο των εναγόντων) την εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ’ αυτών το με την ένδικη αγωγή αξιούμενο δικαίωμα συγκυριότητάς τους κατά το 1/3 εξ αδιαιρέτου στο επίδικο ακίνητο. Τούτο δε διότι, εκτός από τη μακροχρόνια, αδράνειά τους, συντρέχουν προσθέτως και τα πιο πάνω περιστατικά, που ανάγονται στο ίδιο διάστημα, σε τρόπο ώστε η επιδίωξη της ανατροπής (με τη μεταγενέστερη άσκησή του) μιας κατάστασης που έχει δημιουργηθεί υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και έχει διατηρηθεί επί μακρύ χρόνο, να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες γι’ αυτούς και να δημιουργεί έντονη εντύπωση αδικίας και προσκρούει στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου …”. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, διότι πράγματι υπό τα ως άνω δεδομένα η άσκηση του ένδικου δικαιώματος από μέρους των εναγόντων υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του, γι’ αυτό και είναι καταχρηστική. Ενώ, περιέλαβε στην απόφασή του ως προς το ουσιώδες αυτό ζήτημα της ένστασης των εναγομένων από την ΑΚ 281, πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον έλεγχο της συνδρομής των όρων της εφαρμοσθείσας διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, και, συνεπώς, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 του ΚΠολΔ, με τον οποίο υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
ΙΙΙ. Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγο της αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να σχηματίσει το αποδεικτικό του πόρισμα και να κάνει δεκτή την ένσταση των εναγομένων από την ΑΚ 281, παραμόρφωσε το περιεχόμενο της δήλωσης Ε9 της πρώτης εναγομένης για το έτος 1997, δεδομένου ότι δέχεται πως σε αυτή η πρώτη εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη είχε δηλώσει το επίδικο με ποσοστό, ιδιοκτησίας 100%, ενώ σ’ αυτή αναφέρεται ποσοστό συνιδιοκτησίας 33%. Όμως, οι εναγόμενοι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) των έγγραφων προτάσεών τους της συζήτησης στο Εφετείο, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, είχαν επικαλεστεί η δήλωση Ε9, όπως αυτή έχει διορθωθεί με την τροποποιητική, από 13.2.2003, πράξη “από 33% σε 100%”, (βλ. τις σελίδες αυτών 52, 53, 67 και 68). Επομένως, το Εφετείο, με το να δεχθεί, ότι η πρώτη εναγομένη “κατά την υποβολή της φορολογικής της δήλωσης για το οικονομικό έτος 1997 δήλωσε την επίδικη οικία στην οποία ιδιοκατοικούσε με ποσοστό συνιδιοκτησίας 100%” δεν παραμόρφωσε το περιεχόμενο της δήλωσής της Ε9 και ο περί του αντιθέτου λόγος αυτός της αναίρεσης, ως ερειδόμενος επ’ εσφαλμένης προϋπόθεσης, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
IV. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν η δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγματα υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 25/2003, 12/2000 και 3/1997), καθώς και οι λόγοι έφεσης που περιέχουν παράπονα κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης (Ολ.ΑΠ 22/2005, Ολ.ΑΠ 11/1996), όχι δε και οι ισχυρισμοί που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελούν άρνηση αυτής, ούτε και εκείνοι που δεν έχουν αυτοτέλεια και αποτελούν επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ.ΑΠ 469/1984), έστω και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης (ΑΠ 1274/1994). Ο λόγος δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιονδήποτε τυπικό ή ουσιαστικό λόγο (Ολ.ΑΠ 12/1991).
Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο κατά το δεύτερο μέρος του λόγο της αναίρεσης, κατ’ εκτίμησή του, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 8 περ. β’ (και όχι και από τον αριθμό 9) του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη πράγματα κατά την έννοια της διάταξης αυτής -άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ- δηλαδή το λόγο έφεσης από την πλευρά των αναιρεσειόντων, ότι “… κατά τη φορολογική της δήλωση του έτους 1997, στο έντυπο Ε9, η ίδια (η πρώτη εναγομένη) δηλώνει συγκυριότητα του επιδίκου κατά ποσοστό 33,33%, γεγονός που αποδεικνύει την πεποίθησή της περί της συγκυριότητας και των λοιπών στο κοινό πράγμα. Στο σημείο αυτό σφάλλει εμφανώς η εκκαλουμένη, καθόσον δέχεται ότι αυτή δήλωσε “συνιδιοκτησία 100%” (βλ. αντίγραφο του Ε9 της εφεσίβλητης έτους 1997) …”. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως απαράδεκτος, διότι με αυτόν προβάλλεται λόγος έφεσης από την πλευρά των αναιρεσειόντων, με τον οποίο διατυπώνονται πραγματικά επιχειρήματα προκύπτοντα από τις αποδείξεις και ειδικότερα από το περιεχόμενο του εγγράφου-έντυπου Ε9 της φορολογικής δήλωσης της πρώτης εναγομένης του έτους 1997, που δεν αποτελούν “πράγματα” με την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, άλλως ως αβάσιμος, διότι το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό αυτό και τον απέρριψε κατ’ ουσίαν. Τέλος, να σημειωθεί, ότι οι με ημερομηνία 12.2.2013 προτάσεις των αναιρεσιβλήτων από προφανή παραδρομή φέρουν επικεφαλίδα “ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ-ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ”, αφού ούτε σ’ αυτές διαλαμβάνονται ούτε κατά νόμο (άρθρο 569 ΚΠολΔ) οι αναιρεσίβλητοι ασκούν πρόσθετους λόγους αναίρεσης. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικασθούν οι αναιρεσείουσες, οι οποίες ηττώνται, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19.7.2010 αίτηση των: 1) Σ. χήρας Ν.Ν. κ.ά. για αναίρεση της 357/2009 απόφασης του Εφετείου Θράκης.
Καταδικάζει τις αναιρεσείουσας στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 3 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Απριλίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πρόσφατα σχόλια